απαληθεύω

απαληθεύω
ἀπαληθεύω (Α)
λέω όλη την αλήθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπαληθεύω — speak the whole truth pres subj act 1st sg ἀπαληθεύω speak the whole truth pres ind act 1st sg ἀπαληθεύω speak the whole truth pres subj act 1st sg ἀπαληθεύω speak the whole truth pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαληθεύοντι — ἀπαληθεύω speak the whole truth pres part act masc/neut dat sg ἀπαληθεύω speak the whole truth pres ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀπαληθεύω speak the whole truth pres part act masc/neut dat sg ἀπαληθεύω speak the whole truth pres ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαληθεῦσαι — ἀπαληθεύω speak the whole truth aor inf act ἀπαληθεύω speak the whole truth aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαληθεύειν — ἀπαληθεύω speak the whole truth pres inf act (attic epic) ἀπαληθεύω speak the whole truth pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αληθεύω — (Α ἀληθεύω) (για πράγματα, καταστάσεις ή γεγονότα) είμαι ή αποδεικνύομαι αληθινός, επαληθεύομαι, πραγματοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι νεοελλ. (απροσώπως) αληθεύει είναι αληθές, είναι πραγματικό αρχ. 1. μιλώ, λέω την αλήθεια 2. προλέγω σωστά 3.… …   Dictionary of Greek

  • απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”